δράκων

δράκων
δρᾰκων (δράκοντος, -οντα; -ες, -ων, -ας.)
1 serpent δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες (i. e. Ἴαμον) O. 6.46 γλαυκοὶ δὲ δράκοντες, ἐπεὶ (Τροία sc.) κτίσθη νέον, πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον εἷς δ' ἐνόρουσε (cf. v. d. Mühll, M. H., 1964, 50f.) O. 8.37 δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων, ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (sc. δέρμα λαμπρόν) P. 4.244θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶνταP. 8.46 καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων i. e. the head of the Gorgon P. 10.47

ἀλλὰ θεῶν βασιλέα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ N. 1.40

Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Δ. 2. 18.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δράκων — dragon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκων — dragon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… …   Dictionary of Greek

  • δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • Δρακῶν — Δράκης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακῶν — δράξ handful fem gen pl δράκος eye neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακών — δέρκομαι see clearly aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρακόντοιν — Δράκων dragon masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρακόντων — Δράκων dragon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δράκον — Δράκων dragon masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δράκοντα — Δράκων dragon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”